Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Το ακαταμάχητο της Μελαγχολίας

Όλοι μας θέλουμε να είμαστε χαρούμενοι, να γελάμε, να διασκεδάζουμε, να περνάμε καλά. Και αυτό προσπαθούμε να επιδιώξουμε. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν στιγμές που κάνουμε ακριβώς το αντίθετο, και όχι απαραίτητα επειδή μπορεί να νιώθουμε πεσμένοι ψυχολογικά. Επιλέγουμε να δούμε μια δραματική ταινία -ενισχύοντας τη βιομηχανία της Kleenex, να διαβάσουμε ένα βιβλίο με δακρύβρεχτη υπόθεση, να ακούσουμε μουσική επιπέδου ρέκβιεμ ή στην καλύτερη των περιπτώσεων μπαλάντες με σπαραχτικούς στίχους που θες δε θες σε επηρεάζουν, συνήθως με τη συνοδεία κάποιου αλκοολούχου. Ξέρουμε ότι κάνοντας τέτοιου είδους δραστηριότητες θα στεναχωρηθούμε και θα μελαγχολήσουμε, αλλά τις κάνουμε συνειδητά. Είναι κάποιο είδος μαζοχισμού? Ίσως και να 'ναι. Από την άλλη, πόσοι από εμάς δεν έχουμε μπει στον πειρασμό να νιώσουμε λίγο τραγικοί ήρωες? Να μπούμε στη θέση του άλλου? Να κλάψουμε, όχι επειδή είμαστε ομοιοπαθείς, αλλά επειδή μας αγγίζει το δράμα? Είναι δύσκολο να εξηγήσω ακριβώς το συναίσθημα. Μπορεί να οφείλεται στο ότι πρέπει που και που να ξεσπάμε, έστω και συγκαλυμμένα. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα και στις πιο όμορφες στιγμές, όταν όλα δείχνουν να πηγαίνουν τέλεια, χρειάζεται να αφήνουμε χώρο στη μελαγχολία. Αν και, μακάρι να ήταν μέρος μόνο των Τεχνών και όχι ενεργό κομμάτι της ζωής μας. 

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

90 μέρες με την άλλη Σάμμερ

Ένας άλλος Τομ και μια άλλη Σάμμερ. Ο Τομ γνωρίζει τη Σάμμερ μια μέρα σαν όλες τις άλλες, εκεί που δε το περίμενε. Θα μπορούσε απλά να τη προσπεράσει και να συνεχίσει την αδιάφορη ζωή του. Όμως δεν επρόκειτο για μια απλή κοπέλα. Ας πούμε ότι Σάμμερ είχε τον τρόπο της με τους ανθρώπους, τους κέρδιζε από τη πρώτη στιγμή. Έτσι κέρδισε και τον Τομ. Αλλά και η Σάμμερ έδειξε αμέσως ενδιαφέρον για εκείνον. Ο Τομ και η Σάμμερ ξεκίνησαν να κάνουν παρέα, να μοιράζονται εμπειρίες και μυστικά, να περνάνε όλο και περισσότερο χρόνο μαζί. Όσο και να το πάλευε, ο Τομ σιγά σιγά άρχιζε να φτιάχνει το κάστρο του πάνω στο συννεφάκι που είχε δημιουργηθεί με τον ερχομό της Σάμμερ. Ξεκίνησε να μη πιστεύει στις συμπτώσεις. Αποκλείεται, εξάλλου, το γεγονός ότι ταίριαζε με τη Σάμμερ σε τόσα θέματα να ήταν μια απλή σύμπτωση. Ο Τομ συνέχισε να παρακολουθεί τη Σάμμερ από την ασφάλεια που του έδινε η ταμπέλα του φίλου, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα την κέρδιζε. Ώσπου ένα βράδυ, αναπόφευκτα, ήρθαν πιο κοντά. Η Σάμμερ όμως από την αρχή ξεκαθάρισε ότι δεν ήθελε κάτι σοβαρό. Και ο Τομ το δέχτηκε, ίσως γιατί ήλπιζε ότι θα κατάφερνε να της αλλάξει γνώμη μετέπειτα, ίσως γιατί νόμιζε ότι θα μπορούσε να αντέξει, ίσως πάλι για να την έχει έστω και έτσι. Ίσως όλα αυτά μαζί. Τέλος πάντων, ο καιρός περνούσε όμορφα. Ο Τομ ένιωθε ευτυχισμένος, ότι επιτέλους κάποιος του δίνει και δε παίρνει μόνο. Τα σύννεφα όμως δεν άργησαν να φανούν. Ο Τομ ήθελε περισσότερα και η Σάμμερ δε μπορούσε να τα δώσει. Άρχισε να γίνεται πιεστικός, απαιτούσε να μάθει πως εκείνη αισθανόταν. Δε μπορούσε να δεχτεί πως ήταν μόνο φίλοι ή μόνο εραστές και αυτό τον σκότωνε. Εκείνος ήξερε τι ήθελε και πώς ήταν για εκείνον τα πράγματα. Και κάθε φορά που προσπαθούσε να απομακρυνθεί, η Σάμμερ τον τραβούσε πάλι πίσω. Ήταν φυλακισμένος και δε μπορούσε να πάει πουθενά μακριά της. Ο Τομ αγνοούσε όλα τα σημάδια που του έδειχναν ότι όσο είναι μαζί με τη Σάμμερ θα πληγώνεται, όμως κάποια στιγμή πήρε την απόφαση να δώσει χρόνο και στους δυο, και ας τον πονάει. Και ας μην μπορεί να κοιμηθεί το βράδυ. Και ας μην έχει όρεξη για τίποτα. Δεν θέλει, παρ' όλα αυτά, να τη βγάλει από τη ζωή του τελείως. Πέρασαν τόσα μαζί και για ένα διάστημα ήταν πραγματικά ευτυχισμένος. Δε θα ξεχάσει τις στιγμές τους, τα πράγματα που έμαθε ο ένας στον άλλο. Απλά πατάει το κουμπί για να αλλάξει τραγούδι στο κασετόφωνο της ζωής και ελπίζει αυτό που θα ξεκινήσει να είναι λίγο πιο χαρούμενο.
Τι κάνει τώρα ο Τομ? Για αρχή, προσπαθεί. Φοβάται. Και φυσικά περιμένει πότε θα φύγει το καλοκαίρι και θα φθινοπωριάσει.